- μνηστεύματα
- μνήστευμαcourtshipneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μνήστευμα — μνήστευμα, τὸ (ΑΜ, Μ και μνήστευμα) [μνηστεύω] μνηστεία, αρραβώνιασμα («ἄλλης ἐκπόνει μνηστεύματα γυναικός», Ευρ.) … Dictionary of Greek